ελότυφος

ελότυφος
ο
(ιατρ.), συνύπαρξη ελονοσίας και τυφοειδούς πυρετού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελότυφος — ο προσβολή ελονοσίας που συνοδεύεται από τυφώδη κατάσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”